βαγγέλιο, το, ουσ. [<μσν. βαγγέλιον <αρχ. εὐαγγέλιον (= καλή αγγελία, καλή είδηση)], το ευαγγέλιο·
- αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο, βλ. λ. παπάς·
- βάζω το χέρι μου στο βαγγέλιο, ορκίζομαι στο ευαγγέλιο: «αν δε με πιστεύεις, βάζω το χέρι μου στο βαγγέλιο»·
- δε βάζω (και) το χέρι μου στο βαγγέλιο, δεν είμαι απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό που υποστηρίζω οπότε και δεν επιμένω: «έχω την εντύπωση πως ο τάδε μας κάρφωσε, αλλά δε βάζω και το χέρι μου στο βαγγέλιο»· 
- μα τα δώδεκα βαγγέλια! βλ. λ. δώδεκα βαγγέλια·
- να με κάψουν τα δώδεκα βαγγέλια! βλ. λ. δώδεκα βαγγέλια.